- συμμαχοῦν
- συμμαχέωto be an allypres part act masc voc sg (attic epic doric)συμμαχέωto be an allypres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άβαροι — Ασιατικός λαός, ουννικής καταγωγής, που εμφανίστηκε τον 6ο αι. μ.Χ. στις όχθες του Δούναβη. Κυριάρχησε σχεδόν επί τρεις αιώνες στην κεντρική Ευρώπη. Οι επιδρομές του διέσπασαν το αμυντικό σύστημα των Βυζαντινών, ερήμωσαν τις βορειότερες επαρχίες… … Dictionary of Greek
Χάζαροι — Τουρκική φυλή εγκατεστημένη Δ του Καυκάσου και στη χερσόνησο της Κριμαίας. Οι X. είναι μια περίπτωση γειτονικού λαού του Βυζαντίου με τον οποίο η αυτοκρατορική διπλωματία κατόρθωσε να διατηρεί φιλικές σχέσεις, με αποτέλεσμα την εξασφάλιση… … Dictionary of Greek